- στύομαι
- στύ̱ομαι , στύωmake stiffpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοτοβινιώ — άω, Α (κωμ. λ.) 1. συνουσιάζομαι στο σκοτάδι 2. επιθυμώ να βρεθώ κρυφά με γυναίκα («κἀγὼ καθεύδειν βούλομαι καὶ στύομαι καὶ σκοτοβινιῶ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + βινῶ «συνουσιάζομαι» με επίθημα ιῶ, δηλωτικό ασθενείας] … Dictionary of Greek
στυτικός — ή, ό / στυτικός, ή, όν, ΝΑ [στύω, στύομαι] αυτός που προκαλεί στύση τού πέους, διεγερτικός τής αφροδίσιας ορμής … Dictionary of Greek
στύμα — (I) ατος, τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. στόμα. (II) το / στῡμα, ύματος, ΝΑ [στύω/ στύομαι] στύση τού ανδρικού μορίου … Dictionary of Greek
στύση — η / στῡσις, ύσεως, ΝΑ [στύω / στύομαι] βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση τού ανδρικού οργάνου συνουσίας, τού πέους νεοελλ. αντίστοιχη διόγκωση τής κλειτορίδας τών γυναικών … Dictionary of Greek
στύω — ΝΑ (κυρίως το μέσ.) στύομαι έχω το πέος ή την κλειτορίδα τεντωμένα, έχω στύση, έχω διεγερθεί αρχ. (το ενεργ.) (κυρίως σχετικά με το γεννητικό μόριο) κάνω σκληρό ή κάνω να σηκωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στύω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ … Dictionary of Greek
τριέμβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία έμβολα 2. φρ. «στύομαι τριέμβολον» έχω μεγάλη σεξουαλική ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. δεκ έμβολος] … Dictionary of Greek